- πιάσμα
- το, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα τής κανάτας»)3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη φωτιά με τα πιάσματα»)4. η παράλυση, η μόνιμη ή παροδική ακινησία ενός μέλους ή σημείου τού σώματος, το πιάσιμο («έχει πιάσμα στη μέση»)5. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κυοφορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- τού αορ. έ-πιασ-α τού πιάνω + κατάλ. -μα (πρβλ. άλεσ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.